μπορώ

μπορώ
(ε) (αόρ. μπόρεσα) 1. αμετ.
1) мочь, быть в состоянии; уметь; иметь возможность;

δεν μπορώ να σηκωθώ — не могу встать;

2) απρόσ. возможно, может быть;

μπορεί να μην ήξερε — может быть, он не знал;

θα έρθεις το βράδυ;

-----μπορεί — вечером придёшь? — может быть;

§ δεν μπορώ — болеть, хворать;

μπορώ να φύγω; — я свободен?, я могу уходить?;

2. μετ.
1) терпеть, переносить;

δεν την μπορώ μιά τέτοια προσβολή — я не могу терпеть такую обиду;

2) побороть, побеждать (кого-л.); справляться, сладить (с кем-л.);

μην τα βάζεις μ' αυτόν γιατί δεν τον μπορείς — не лезь к нему, он сильнее тебя;

3) быть в состоянии поднять;

αυτήν την πέτρα δεν την μπορ — этот камень я не могу поднять;

4) влиять, оказывать влияние (на кого-л.);

αυτός τού μπορεί τού υπουργού — он имеет влияние на министра


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "μπορώ" в других словарях:

  • μπορώ — μπορώ, μπόρεσα βλ. πίν. 76 (και ως απρόσ. μπορεί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μπορώ — έω και άω και ημπορώ 1. έχω την απαιτούμενη δύναμη, την ικανότητα ή την ευχέρεια να κάνω κάτι (α. «αυτός μπορεί να κάνει τη νύχτα μέρα» β. «δεν θα μπορέσω να έρθω μαζί σας») 2. ανέχομαι, υπομένω, αντέχω («δεν μπορώ να τούς ακούω άλλο») 3. (ως… …   Dictionary of Greek

  • μπορώ — μπόρεσα 1. διαθέτω τη δύναμη, δύναμαι: Δεν μπόρεσα να τελειώσω το λύκειο εξαιτίας των δύσκολων οικονομικών της οικογένειάς μου. 2. απρόσ., μπορεί ίσως, είναι πιθανό: Μπορεί να πάω την Κυριακή για σκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… …   Dictionary of Greek

  • ημπορώ — και μπορώ (Μ ἠμπορῶ και μπορῶ και ἐμπορῶ) 1. έχω τη δύναμη, τη δυνατότητα ή την ικανότητα να πραγματοποιήσω κάτι 2. κατορθώνω, πετυχαίνω κάτι 3. μού είναι εύκολο να κάνω κάτι, έχω την ευχέρεια για κάτι 4. αντέχω, έχω την ψυχική δύναμη να κάνω… …   Dictionary of Greek

  • χέρι — Το ακρότατο τμήμα του επάνω άκρου· ο σκελετός του αποτελείται από 27 οστά, 8 από τα οποία (ονομάζονται μικρά οστά του χ. ή καρπός), βρίσκονται διατεταγμένα σε δυο σειρές και συμμετέχουν από τη μια μεριά στην άρθρωση του καρπού, ενώ από την άλλη… …   Dictionary of Greek

  • πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… …   Dictionary of Greek

  • χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… …   Dictionary of Greek

  • Παστερνάκ, Μπορίς Λεονίντοβιτς — (Pasternak, Boris Leonidovich, Μόσχα 1890 – Περεντέλκινο, Μόσχα 1960). Pώσος ποιητής και συγγραφέας. Γιος γνωστού ζωγράφου και μιας πιανίστας, σπούδασε μουσική υπό την επιρροή του Σκριάμπιν και αργότερα φιλοσοφία στο πανεπιστήμια της Μόσχας και… …   Dictionary of Greek

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • αντέχω — (AM ἀντέχω, Α κ. ἀντίσχω) 1. έχω αντοχή, διατηρώ δυνάμεις 2. αντιστέκομαι, δεν υποχωρώ, βαστώ 3. διατηρώ τις ιδιότητες μου, διατηρούμαι 4. έχω την απαραίτητη στερεότητα 5. υπομένω, υποφέρω με καρτερία νεοελλ. 1. μπορώ να αντεπεξέλθω σε κάτι 2. φρ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»